Διάβασα και διαβάζω για την υπόθεση Νταλάρα και τα επεισόδια εναντίον του από άγνωστους «αγανακτισμένους». Νομίζω πως όλες αυτές οι τσιριμόνιες, για το ποιος είναι ο Νταλάρας, αν έχει φωνάρα, αν είναι καλός άνθρωπος, αν οι δωρεάν συναυλίες που δίνει κρύβουν σκοπιμότητες, αν είναι πονηρός και υστερόβουλος κ.λπ., είναι μάλλον περιττές. Το γεγονός είναι ότι ο Νταλάρας υπήρξε θύμα του όχλου. Οι θυμωμένοι, αδικημένοι άνθρωποι δεν είναι όχλος. Δεν πάνε γυρεύοντας να βρίσουν και να λιντσάρουν.
Γιατί οι θυμωμένοι και αδικημένοι άνθρωποι δεν είναι ανώνυμοι, δεν κρύβονται μες στο πλήθος και, το κυριότερο, θυμούνται τις δύσκολες στιγμές αυτής της χώρας και δεν θεωρούν ότι το σημερινό κακό είναι χωρίς προηγούμενο. Θυμούνται τον Εμφύλιο, τις εκτελέσεις του κράτους της Δεξιάς, τη χαμένη άνοιξη, τη χούντα, την προδοσία της Κύπρου. Οι γιαγιάδες τούς μίλησαν για την Σμύρνη, την Πόλη, τον Καύκασο. Είναι σκληραγωγημένοι με την κακουχία, την προσφυγιά, την αδικία.
Σήμερα βιώνουν μια ακόμη σκληρή περίοδο. Αυτό δεν αφαιρεί κάτι από την αξιοπρέπεια, τη γενναιότητα και την αντοχή τους. Δεν ψάχνουν να βρουν τον εχθρό στη γνώμη ενός τραγουδιστή. Διαφωνούν μαζί του, αλλά δεν τον αντιμετωπίζουν με τον τρόπο που οι φασίστες και οι τραμπούκοι χτυπάνε τους δικούς τους αντιπάλους. Εδώ βρίσκεται η ειδοποιός διαφορά. Όποιος έχει άλλη γνώμη δεν είναι «προδότης» και δεν του ρίχνουμε γιαούρτια και καρέκλες σε ένδειξη ιερής και λαϊκής αγανάκτησης.
Σε ζόρικες εποχές, όπως η σημερινή, ο κίνδυνος της σύγχυσης των αξιών είναι τεράστιος. Υπάρχει πιθανότητα η βαρβαρότητα να είναι το αποκλειστικό όπλο κατά της αντίθετης άποψης, η βία να θεωρεί πως αποδίδει δικαιοσύνη, η επιθετικότητα να ταυτίζεται με τη λαϊκή οργή.
Όλα αυτά τα χρόνια, από τους νεκρούς της Μαρφίν, μέχρι τα σπασμένα μάρμαρα της πλατείας, τις μούντζες, τα αναθέματα και τους πυρπολημένους κινηματογράφους, αρχίζει να χάνεται επικίνδυνα η αίσθηση του τι πραγματικά διεκδικούμε. Είναι η διατήρηση του παλιού, γερασμένου κόσμου; Είναι η συντήρηση των συντεχνιών; Ή είναι η πλήρης αλλαγή της νοοτροπίας της ατομικότητας και της ιδιοτέλειας, τα συστατικά της μεταπολιτευτικής περιόδου, η, με τόση ευτέλεια, μίμηση του ρηγκανικού μοντέλου, που κατά τα άλλα υποτίθεται πως όλοι καταριόντουσαν; Και πώς θα έρθει και από πού και με ποιους η αλλαγή αυτής της νοοτροπίας;
Οι ενδείξεις για την επεξεργασία μιας νέας, που ωστόσο έρχεται από μακριά, αντίληψης για τις αξίες της εργασίας, του συνδικάτου, του κοινοβουλευτισμού, της αντιπροσωπευτικότητας, της Δημοκρατίας, εν τέλει, δεν φαίνονται να είναι επαρκείς.
Φαινόμενα όπως του Νταλάρα σήμερα, του Χατζηδάκη χθες, κάποιου άλλου αύριο είναι μυωπικό και στενάχωρο να θεωρούνται μονάχα συνέπειες της οργής και του θυμού του πλήθους. Το χειρότερο είναι όταν δεν στεκόμαστε ανοιχτά και ντόμπρα απέναντί τους, αλλά βρίσκουμε την ευκαιρία να κάνουμε και μια κριτική στην πολιτική διαδρομή του Χατζηδάκη ή την καλλιτεχνική του Νταλάρα.
Πάντως είναι επιβεβλημένο να καταθέσω εδώ πως είναι πολύ πιο γενναίο να διατυπώνεις απόψεις ενάντια στην πλειοψηφία, αντί να κολακεύεις το πλήθος, κατά τα πρότυπα του λαϊκού ηγέτη Λάκη. Κι ας αφήσουμε τις τσιγκουνιές. Ότι τραγουδιστής και μουσικοί παρέμειναν και συνέχισαν να παίζουν μουσική δείχνει ότι έχουν τσαγανό.
Επιμένω: Ο Νταλάρας δεν πλήρωσε γιατί είναι ένας κακός ή καλός, αμφιλεγόμενος ή σπουδαίος καλλιτέχνης, αλλά γιατί διατύπωσε την αντίθετη με την πλειοψηφία γνώμη του. Και τα «ναι μεν, αλλά», που γράφτηκαν για τη συναυλία, συσκοτίζουν το πραγματικό πρόβλημα που αναδύεται στη σημερινή εποχή της κρίσης και δεν είναι άλλο από την απαγόρευση της αντίθετης άποψης, με προπηλακισμούς και «υπερήφανες» βρισιές. Από ποιους δεν ξέρω.
ΥΓ.: Το κείμενο γράφτηκε τις πρώτες μέρες των προπηλακισμών. Σήμερα διαβάζω πως ο Νταλάρας ανέστειλε τις συναυλίες για μετά τις εκλογές. Αλλά δεν διορθώνω ούτε ένα γιώτα. Τα πράγματα είναι πολύ σοβαρά.
You must be logged in to post a comment.