Μεγάλη Παρασκευή. Τέτοια μέρα αποφάσισα ή μου ‘τυχε να φύγω. Τα παράπονα με φάγανε όλα αυτά τα χρόνια. Το παράπονο με συντροφεύει και τώρα· δεν πρόλαβα την Ανάσταση, είναι λιγοστοί οι λυπημένοι, μυρίζει η άνοιξη.
Την ώρα του Επιτάφιου Θρήνου ένας άνθρωπος αναχωρεί για τους ουρανούς – για την αιώνια πλήξη. Καθώς περιπλανιέται σαν αεράκι ανάμεσα σε αυτούς που αφήνει πίσω του, ανακαλεί τη ζωή που έζησε, κυρίως κάποιες παλιές ιστορίες που σιωπηλά κουβάλησε μέσα του, σαν προίκα και σαν μαράζι: μια βόμβα που δεν έσκασε και ο φίλος που φορτώθηκε την υποψία της προδοσίας, μια αγάπη που δεν τέλειωσε και η γυναίκα που τα μαύρα μάτια της του έκαψαν για πάντα την ψυχή. Στον Άλλο Κόσμο που τον περιμένει, ανομολόγητα μυστικά θα φανερωθούν, ερωτήματα που τον βασάνισαν και άλυτα αινίγματα θα απαντηθούν, κι έτσι θα μπορέσει να βρει τη λύτρωση που αναζητούσε και επιτέλους να αναπαυθεί.