Ο προπάππος μου, παππούς της μάνας μου, είχε ξενιτευθεί στην Αμερική, στις ΗΠΑ, στις αρχές του προηγούμενου αιώνα. Δούλεψε στην κατασκευή σιδηροδρομικών γραμμών -δέκα και τόσα χρόνια δεν είδε τίποτε άλλο από δάση, λιβάδια, λίμνες, την απεραντοσύνη της αμερικανικής ενδοχώρας. Δεν πάτησε το πόδι του σε πόλη, δεν συναναστράφηκε άλλους ανθρώπους, εκτός από τους εργάτες του εργοταξίου όπου δούλευε. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς ήταν Κινέζοι, οι υπόλοιποι Έλληνες από την ορεινή Αρκαδία· ο προπάππος έλεγε πως δεν αισθανότανε ξένος, είχε πατριωτάκια να μιλήσει. Δεν παραπονιότανε που έμεινε τόσα χρόνια στην ξενιτιά, αφού γύρισε και έφερε δολάρια, αγόρασε χωράφια και έκανε περιουσία. Έγινε νοικοκύρης. Ο στόχος του επιτεύχθηκε.
Μια μέρα, διηγιότανε η μάνα μου, γύρισαν στο χωριό και δύο άλλοι ξενιτεμένοι. Αυτοί είχαν δουλέψει στις οικοδομές της Νέας Υόρκης, κρεμασμένοι στους ουρανοξύστες, μαζί με μαύρους από την Αφρική. Βρήκανε τον προπάππο και θέλανε να δείξουνε πως μάθανε τα αμερικάνικα και μπορούν πια να συνεννοούνται μεταξύ τους στην άλλη γλώσσα. Συνέβη όμως ο πλήρης χαμός. Ο παππούς δεν καταλάβαινε τι του λέγανε οι άλλοι, οι άλλοι κοιτάζανε με την ίδια απορία τον παππού.
Το αίνιγμα της ασυνεννοησίας λύθηκε πολλά χρόνια αργότερα. Ο προπάππος μιλούσε κινέζικα, είχε μάθει από τους συντρόφους του στη δουλειά τα στοιχειώδη, τις δέκα, είκοσι, πενήντα λέξεις που μαθαίνουν άνθρωποι για να συνεννοούνται: νερό, ψωμί, χαρά, λύπη, αλλά αυτές ήταν λέξεις κινέζικες. Οι άλλοι, επειδή δούλεψαν στη Νέα Υόρκη, κάτι ξέρανε από αμερικάνικα. Ο προπάππος και οι άλλοι «Αμερικάνοι», επειδή δεν μπορούσαν να μιλήσουν στην ξένη γλώσσα και να θυμηθούν τις παρασπονδίες τους στον μακρινό τόπο, τα λέγανε στα ελληνικά και η μάνα μου έστηνε αυτί κι άκουγε.
Τι λέγανε; Πως οι Κινέζοι είναι αδιαπέραστοι, δεν ανοίγονται και δουλεύουν σαν μηχανάκια. Πως οι μαύροι κρεμιούνται στα εκατό μέτρα και δεν τους πιάνει ίλιγγος, είναι έτσι η φτιαξιά τους, ενώ οι δικοί μας ζαλίζονταν. Πως η Αμερική είναι απέραντη και εύφορη -«όσο φθάνει το μάτι κι ούτε ένα σπίτι, ένας άνθρωπος» έλεγε ο προπάππος. Αυτή ήταν η δική του εμπειρία. «Η Αμερική είναι όλη χτισμένη, παντού “κάρα”, που θα πει αυτοκίνητα, κι άνθρωποι, μιλιούνια άνθρωποι κάθε φυλής, μαύροι, άσπροι, κίτρινοι» υποστήριζαν οι άλλοι δύο, που είχαν διαφορετική εμπειρία.
Δεν ξέρω ποιος αυθαίρετος συνειρμός μού ήρθε και θυμήθηκα αυτό το επεισόδιο της οικογενειακής μου ιστορίας όταν ο Θεσσαλονίκης Άνθιμος διαπίστωσε, σε μια βόλτα που έκανε από την Ομόνοια, πως «μαύρισε ο τόπος». Αν, λέω αν, υπάρχει θεός, μικρός, μεγάλος, παντοδύναμος, τιμωρός, φιλεύσπλαχνος, αυτή η φράση του Δούλου Του, Άνθιμου, θα πρέπει να τον βάλει σε σκέψη. Πολύ κοντά στα μέρη όπου περπάτησαν οι Αρχαίοι Σοφοί, στο κέντρο της πόλης που υμνήθηκε σαν «διαμαντόπετρα στης γης το δακτυλίδι», ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης είδε πως έχουν φθάσει από μακρινά και άγνωστα μέρη άνθρωποι που το χρώμα τους δεν έχει την ασπράδα, τη στιλπνότητα και την καθαρότητα της φυλής των Ελλήνων. Είναι μαύροι.
Θα μπορούσε να ήταν μια καρατζαφέρεια ανοησία, απ’ αυτές που εξαπολύει καθημερινά ο πρόεδρος. Αλλά ο Άνθιμος είναι ο δούλος του θεού, που στην Ομόνοια δεν είδε το μαύρο της δυστυχίας, της μοναξιάς, της φτώχειας, αλλά το μαύρο χρώμα του δέρματος. Η διαπίστωση αυτή πάει μακρύτερα από τη γραφικότητα, την ανοησία, τη μυωπία και τον λαϊκισμό. Πάει μακρύτερα από τον ρατσισμό και την ξενοφοβία. Παγώνει ακόμα και τον θυμό μας.
Θα έπρεπε να ήταν ανάξιος λόγου κάθε σχολιασμός για τέτοιου είδους διαπιστώσεις. Κι ευτυχώς που η κορυφή της επίσημης Εκκλησίας, αλλά και κάποιοι ιεράρχες δεν συμμερίζονται τις «ευαισθησίες» του Άνθιμου. Το μεταναστευτικό είναι ένα σύνθετο ζήτημα, που μοιραία θα έχει και τις ακραίες, άλλοτε ιλαρές, άλλοτε αποτρόπαιες, πλευρές του.
Όμως, δείξτε μου έναν άνθρωπο αυτής της χώρας που δεν έχει έναν παππού που να μην ξενιτεύτηκε και να μην συνάντησε στους μακρινούς τόπους τις φυλές των ανθρώπων, να μην έμαθε και να μην δίδαξε τις αναγκαίες λέξεις, να μην μόχθησε μαζί με τον Κινέζο, τον Αφρικάνο, τον Ιρλανδό, τον Σικελό για ένα κομμάτι ψωμί, στους ορυζώνες, στις φάμπρικες, στις ράγες του σιδηροδρόμου. Από πού έρχονται όλοι αυτοί οι Έλληνες που μαυρίζει το μάτι τους; Καλά το λένε: το ράσο δεν κάνει τον παπά.
You must be logged in to post a comment.