Κάθε χρόνο, τέτοιες μέρες, με αφορμή την επέτειο της εξέγερσης του ’73, στο Πολυτεχνείο, πέρα από τα συνθήματα για την ζωντανή μνήμη, το μήνυμα και την επικαιρότητά του, υπάρχει και η σχετική βεβαιότητα: η γενιά του Πολυτεχνείου εγκατέλειψε, αν δεν πρόδωσε, τα ιδανικά της. Οι περισσότεροι επικριτές των μεσόκοπων πια, «παιδιών του φλογερού Νοέμβρη» έχουν απτά παραδείγματα. Είναι κάποιοι «επώνυμοι» (τι διάβολο σημαίνει αυτή η λέξη, όταν επώνυμος είναι ο Ψινάκης και επώνυμη η Μενεγάκη;) που τάχα πήραν θέσεις και θεσούλες, εξόφλησαν την συμμετοχή τους με οφίτσια, βγήκαν βουλευτές, έγιναν υπουργοί, τα βρήκαν, ρε αδελφέ με την εξουσία. Και, εκ των πραγμάτων εγκατέλειψαν τα «μεγάλα ιδανικά».
Αυτή η υπεροπτική, σχηματική και ισοπεδωτική άποψη είναι, κατά την γνώμη μου, η πιο θλιβερή δικαίωση της νοσταλγίας για την τυραννία. Η γενναιότητα, η ελπίδα, η αξιακή συγκρότηση εκείνης, της μακρινής πια, εποχής απαξιώνεται με τον μαξιμαλισμό των άκαπνων. Γιατί ξεχνάμε το σημαντικότερο αποτέλεσμα εκείνης της εξέγερσης. Είναι η πρώτη φορά που οι συμμετέχοντες δεν τιμωρήθηκαν, όπως συνέβη με την τραγική, ηττημένη και πονεμένη γενιά της Εθνικής Αντίστασης.
Υπάρχουν κι άλλα αποτελέσματα, που έχουν σχέση περισσότερο με την ευρεία έννοια του πολιτισμού. Να το πω, με προσωπικούς τόνους: διαβάσαμε, τραγουδήσαμε, ερωτευθήκαμε, είδαμε ταινίες και θέατρο, τσακωθήκαμε για ποιητές και σκηνοθέτες. Κάποια μεγέθη βέβαια υπερεκτιμήθηκαν από κομματικές σκοπιμότητες, αλλά δόθηκε η δυνατότητα στους άλλοτε αποκλεισμένους, να λειτουργήσουν, σε μεγάλο βαθμό, φυσιολογικά. Δεν υπήρξαν εμφανείς απαγορευμένες περιοχές, το μπόι του καθένα μετρήθηκε, ζυγίστηκε και βρέθηκε επαρκές ή λιγοστό.
Η μεταπολιτευτική νομιμοποίηση ανέδειξε όμως κάποιες κρίσιμες στρεβλώσεις. Επιμένω πως η σημαντικότερη είναι η νοσταλγία για τις «μέρες της φωτιάς», αυτή η διάχυτη λιγούρα για τα «χαμένα όνειρα» που, σώνει και καλά δεν πήραν την εκδίκηση που τους ταίριαζε. Σ’ αυτό το άθλιο και ανιστόρητο μελόδραμα κολύμπησαν και κολυμπούν οι αυστηροί κριτές του τόπου που το πρωί συναλλάσσονται για το κλέψιμο της εφορίας και το βράδυ λιγώνονται με τις νεανικές τους αναμνήσεις. Η βαθύς διχασμός της χώρας, η σχιζοφρένεια και η καθυστέρησή της, οφείλεται σ’ όσους κομπορρημονούν για την φλογερή τους νεότητα και συμβιβάζονται στην μεσόκοπη λαμογιά τους. Στο άλλο άκρο βρίσκονται κάποιοι, πολλοί, λίγοι, ορατοί, αόρατοι-ποιος ξέρει-που αισθάνονται ότι ο Νοέμβρης του 73 ήταν μια στιγμή και μια χειρονομία ανάγκης, που ολοκληρώθηκε όταν το τανκ γκρέμισε την πύλη.
Με έχει πιάσει ένα είδος σύγχυση γιατί, χρόνια τώρα το πολυτεχνείο και η γενιά, μοιάζουν να αντιμετωπίζονται σε τελείως αντίθετη κατεύθυνση από την ουσία τους. Τα αιτήματα της καθαρότητας, οι θρήνοι για προδοσίες οικοδομούν το σιχαμένο σχήμα που υποστηρίζουν οι ακροδεξιοί, για την Ελλάδα της ησυχίας και της τάξης.
Δεν ξέρω αν έχουμε όλοι ευθύνη για την συντήρηση μιας στατικής και τελικά αφυδατωμένης μνήμης για εκείνα τα γεγονότα. Με τις επαναλήψεις περί «επίκαιρων» νοημάτων δεν πάμε ένα βήμα πιο πέρα από τα μνημόσυνα.
You must be logged in to post a comment.